Πολλοί στα ολλανδικά

Μετάφραση: πολλοί, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vrij, genoeg, tamelijk, veel, basta, nogal, overvloed, vele, een heleboel, heel wat, een hoop, een stuk
Πολλοί στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πολλοί

πολλοί λένε ότι η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού, πολλοί λατρεύουνε την τάξη, πολλοί γαρ εισί κλητοί ολίγοι δε εκλεκτοί, πολλοί φτιάχνουν ένα ψέμα για να σωθούν, πολλοί οι κλητοί ολίγοι οι εκλεκτοί, πολλοί λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πολλοί στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πολλαπλασιασμός στα ολλανδικά - maal, keer, vermenigvuldiging, vermenigvuldigen, vermeerdering, vermenigvuldigingsfactor, de vermenigvuldiging
  • πολλαπλός στα ολλανδικά - veelvoudig, veelvoud, meervoudig, meerdere, verschillende, veelvoudige
  • πολτός στα ολλανδικά - tepel, speen, pulp, vruchtvlees, pulp-, van pulp, de pulp
  • πολυάριθμος στα ολλανδικά - talrijk, vele, talrijke, tal, tal van
Τυχαίες λέξεις
Πολλοί στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vrij, genoeg, tamelijk, veel, basta, nogal, overvloed, vele, een heleboel, heel wat, een hoop, een stuk