Πρήξιμο στα ολλανδικά

Μετάφραση: πρήξιμο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gezwel, pof, poef, zwelling, zwellen, zwellingen, opzwellen, zwelling van
Πρήξιμο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πρήξιμο

πρήξιμο ματιών, πρήξιμο στο στήθος, πρήξιμο στήθους, πρήξιμο στο χέρι, πρήξιμο στην εγκυμοσύνη, πρήξιμο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πρήξιμο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πρέσβης στα ολλανδικά - gezant, ambassadeur, Ambassador, ambassadeur van, ambassadrice
  • πρήζω στα ολλανδικά - aanzwellen, zwellen, bloat, zwelling, maagtorsie, opgeblazen gevoel
  • πρίγκιπας στα ολλανδικά - prins, vorst, Prince, overste, de Prins
  • πρίζα στα ολλανδικά - stekker, schede, plug, contactdoos, prop, stopmiddel, ontstekingsbuis, ...
Τυχαίες λέξεις
Πρήξιμο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gezwel, pof, poef, zwelling, zwellen, zwellingen, opzwellen, zwelling van