Προσκτώμαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: προσκτώμαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
filiaal, depot, aannemen, affiliëren, prosktomai
Προσκτώμαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσκτώμαι

προσκτώμαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, προσκτώμαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • προσκομίζω στα ολλανδικά - opvoeden, opleveren, heffen, fokken, voortbrengen, ophalen, grootbrengen, ...
  • προσκρούω στα ολλανδικά - bult, buil, stoten, stoot, botsen
  • προσκυνητής στα ολλανδικά - bedevaartganger, pelgrim, Pilgrim, pelgrims, de Pelgrim, pelgrim van
  • προσκόλληση στα ολλανδικά - adhesie, grip, aanhankelijkheid, naleving, hechting, de naleving, naleving van
Τυχαίες λέξεις
Προσκτώμαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: filiaal, depot, aannemen, affiliëren, prosktomai