Πρωτόγονος στα ολλανδικά

Μετάφραση: πρωτόγονος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
primitief, primitieve, de primitieve, oorspronkelijke
Πρωτόγονος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πρωτόγονος

πρωτόγονος συνώνυμα, πρωτόγονος άνθρωπος, πρωτόγονος ετυμολογία, πρωτόγονος παλεύει με κροκόδειλο, πρωτόγονος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πρωτόγονος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πρωτοπόρος στα ολλανδικά - pionier, genist, baanbrekend, voortrekker, baanbreker, Pioneer, pionier op het gebied, ...
  • πρωτοτυπία στα ολλανδικά - oorspronkelijkheid, originaliteit, originele, origineel, de originaliteit
  • πρωτότυπο στα ολλανδικά - sjabloon, model, voorbeeld, toonbeeld, patroon, prototype, origineel, ...
  • πρωτότυπος στα ολλανδικά - origineel, apart, oorspronkelijk, originele, oorspronkelijke, de originele
Τυχαίες λέξεις
Πρωτόγονος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: primitief, primitieve, de primitieve, oorspronkelijke