Πυκνωτής στα ολλανδικά

Μετάφραση: πυκνωτής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
condensator, kondensator, de condensator, condensatoren
Πυκνωτής στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πυκνωτής

πυκνωτής αντιστάθμισης, πυκνωτής σύζευξης, πυκνωτής αντιπαρασιτικός, πυκνωτής εξομάλυνσης, πυκνωτής ανεμιστήρα, πυκνωτής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πυκνωτής στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πυγμαίος στα ολλανδικά - dwerg, pygmee, pygmy, dwergachtige
  • πυγμαχώ στα ολλανδικά - doos, slof, boksen, spar, rondhout, langsligger, ligger
  • πυκνός στα ολλανδικά - gebonden, gesmoord, bot, dicht, troebel, toonloos, dik, ...
  • πυκνότητα στα ολλανδικά - lijvigheid, dikte, dichtheid, densiteit, density, de dichtheid, dichtheid van
Τυχαίες λέξεις
Πυκνωτής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: condensator, kondensator, de condensator, condensatoren