Πυροβολικό στα ολλανδικά

Μετάφραση: πυροβολικό, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
artillerie, geschut, de artillerie
Πυροβολικό στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πυροβολικό

πυροβολικό αθήνα, πυροβολικό θήβας, πυροβολικό σάμος, πυροβολικό σώμα, πυροβολικό κύπροσ, πυροβολικό λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πυροβολικό στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πυρηνικός στα ολλανδικά - atomair, nucleair, nucleaire, de nucleaire, kernenergie, kern
  • πυρκαγιά στα ολλανδικά - ontslaan, schieten, vuurzee, ontzetten, vuur, ambitie, vlam, ...
  • πυροβολισμός στα ολλανδικά - schot, gissing, shot, opname, geschoten, ontsproten
  • πυροβολώ στα ολλανδικά - opwinding, brand, ijver, royeren, vuurzee, scheut, vlam, ...
Τυχαίες λέξεις
Πυροβολικό στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: artillerie, geschut, de artillerie