Πόλεμος στα ολλανδικά

Μετάφραση: πόλεμος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oorlog, krijg, de oorlog, war, strijd
Πόλεμος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πόλεμος

πόλεμος πατήρ πάντων, πόλεμος των ρόδων, πόλεμος βιετνάμ, πόλεμος 1897, πόλεμος και ειρήνη, πόλεμος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πόλεμος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πόζα στα ολλανδικά - neerleggen, leggen, aanstellerij, poseren, plaatsen, gemaaktheid, stellen, ...
  • πόθος στα ολλανδικά - wellust, lust, geilheid, passie, roes, hartstocht, smachtend verlangen, ...
  • πόλη στα ολλανδικά - stad, stadje, hoofdstad, plaats, metropool, dorp, wereldstad, ...
  • πόνος στα ολλανδικά - fijnheid, straf, hinder, teerheid, pijn, delicaatheid, kiesheid, ...
Τυχαίες λέξεις
Πόλεμος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: oorlog, krijg, de oorlog, war, strijd