Ρουχισμός στα ολλανδικά

Μετάφραση: ρουχισμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kledingstuk, kleding, kleren, kleding van, kleding voor, kledingstukken
Ρουχισμός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ρουχισμός

ρουχισμός ποδηλάτου, ρουχισμός μοτοσυκλέτας, ρουχισμός ποδηλασίας, ρουχισμός βουνού, ρουχισμός ποδηλάτη, ρουχισμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ρουχισμός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ρουφήχτρα στα ολλανδικά - draaikolk, maalstroom, whirlpool, bubbelbad, een whirlpool
  • ρουφώ στα ολλανδικά - opzuigen, lurken, zuigen, zuig, te zuigen, zuigt, pijpen
  • ροχάλα στα ολλανδικά - flegma, rochala
  • ροχαλίζω στα ολλανδικά - ronken, knorren, snurken, snorken, gesnurk, snore, snurk, ...
Τυχαίες λέξεις
Ρουχισμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kledingstuk, kleding, kleren, kleding van, kleding voor, kledingstukken