Ρόμπα στα ολλανδικά

Μετάφραση: ρόμπα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toga, japon, jurk, gewaad, mantel, robe, kleed, badjas
Ρόμπα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ρόμπα

ρόμπα ξεκούμπωτη, ρόμπα ανδρική, ρόμπα fleece, ρόμπα γυναικεία, ρόμπα slang, ρόμπα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ρόμπα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ρόλος στα ολλανδικά - baan, doel, doelwit, ambt, honk, rol, betrekking, ...
  • ρόμβος στα ολλανδικά - tarbot, griet, ruit, Rhombus, rombus, van de ruit, de Ruit
  • ρόπαλο στα ολλανδικά - vereniging, gemeenschap, club, maatschappij, genootschap, samenleving, sociëteit, ...
  • ρύζι στα ολλανδικά - rijst, rijst van, van rijst, rijst-
Τυχαίες λέξεις
Ρόμπα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: toga, japon, jurk, gewaad, mantel, robe, kleed, badjas