Σέρτικος στα ολλανδικά
Μετάφραση: σέρτικος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
straf, duchtig, gestreng, bar, zwaar, sertikos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σέρτικος
σέρτικος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σέρτικος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- σέρνομαι στα ολλανδικά - kruipen, crawl, kruip, kruipt, crawlen
- σέρνω στα ολλανδικά - trekken, slepen, drag, sleep, belemmering, sleept
- σέσουλα στα ολλανδικά - primeur, schep, bolletje, schepje, lepel
- σήμα στα ολλανδικά - aanduiden, aanwijzen, wenk, tonen, uitduiden, merkteken, kenmerken, ...
Τυχαίες λέξεις
Σέρτικος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: straf, duchtig, gestreng, bar, zwaar, sertikos
Μεταφράσεις: straf, duchtig, gestreng, bar, zwaar, sertikos