Σαλιγκάρι στα ολλανδικά
Μετάφραση: σαλιγκάρι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
huisjesslak, slak, snail, slak van, slakken, De slak
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαλιγκάρι
σαλιγκάρι βικιπαίδεια, σαλιγκάρι conus marmoreus, σαλιγκάρι στο νηπιαγωγείο, σαλιγκάρι ονειροκρίτης, σαλιγκάρι τραγούδι, σαλιγκάρι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σαλιγκάρι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- σαλιάζω στα ολλανδικά - kwijlen, zeveren, kwijl, slobberen, opslobberen, gekwijl
- σαλιαρίζω στα ολλανδικά - kwijlen, kwijl, drool, kwijlt, laat me kwijlen
- σαλόνι στα ολλανδικά - canapé, rustbank, salon, zaal, kapsalon, Salon van, de Salon van, ...
- σαματάς στα ολλανδικά - kabaal, rumoer, herrie, leven, ophef, lawaai, onzin, ...
Τυχαίες λέξεις
Σαλιγκάρι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: huisjesslak, slak, snail, slak van, slakken, De slak
Μεταφράσεις: huisjesslak, slak, snail, slak van, slakken, De slak