Σαν στα ολλανδικά

Μετάφραση: σαν, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
soortgelijk, zo, vermits, equivalent, zoals, terwijl, eender, hoe, mogen, als, aangezien, waarderen, toen, omdat, daar, tot, alsof, net als
Σαν στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαν

σαν αντρεας, σαν τον καραγκιοζη, σαν δεν ντρεπεσαι, σαν σταρ του σινεμα, σαν σημερα, σαν λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σαν στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σαμποτάρω στα ολλανδικά - saboteren, sabotage, sabotage te, de sabotage, van sabotage
  • σαμπουάν στα ολλανδικά - shampoo
  • σανίδα στα ολλανδικά - aanklampen, plank, bord, tafel, tablet, plank raad, planken, ...
  • σανίδωμα στα ολλανδικά - planken, planking, het planking, beplanking, vlonders
Τυχαίες λέξεις
Σαν στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: soortgelijk, zo, vermits, equivalent, zoals, terwijl, eender, hoe, mogen, als, aangezien, waarderen, toen, omdat, daar, tot, alsof, net als