Σοκάκι στα ολλανδικά

Μετάφραση: σοκάκι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
steeg, Backstreet, achterstraat, in achterstraat, van Backstreet, achterafstraatje
Σοκάκι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σοκάκι

σοκάκι συνώνυμα, γιαχνί σοκάκι, σοκάκι ναύπλιο, σοκάκι καρπενήσι, μακρύ σοκάκι, σοκάκι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σοκάκι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σοδειά στα ολλανδικά - rendement, oogst, oogsten, gewas, opbrengst, afstaan, gewassen, ...
  • σοκ στα ολλανδικά - schokken, schudden, kwetsen, choqueren, opschudden, schok, shock, ...
  • σοκολάτα στα ολλανδικά - chocolade, chocola, chocolate, chocolademelk, chocolade-
  • σολομός στα ολλανδικά - zalm, de zalm, zalmen, zalm van, zalm-
Τυχαίες λέξεις
Σοκάκι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: steeg, Backstreet, achterstraat, in achterstraat, van Backstreet, achterafstraatje