Στριγκλιά στα ολλανδικά

Μετάφραση: στριγκλιά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schreeuw, krijsen, krijs, gil, screech
Στριγκλιά στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στριγκλιά

στριγκλιά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, στριγκλιά στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • στριγγλίζω στα ολλανδικά - huilen, schreeuwen, gillen, weeklagen, bulderen, blèren, brullen, ...
  • στριγκλίζω στα ολλανδικά - gil, schreeuwen, brullen, blèren, schreeuw, roepen, roep, ...
  • στριμώχνω στα ολλανδικά - dringen, knellen, hoek, nis, drukken, persen, sandwich, ...
  • στριφογυρίζω στα ολλανδικά - spinnen, kronkelen, wriggle, wriemelen, gewriemel, gekronkel
Τυχαίες λέξεις
Στριγκλιά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schreeuw, krijsen, krijs, gil, screech