Συλλέκτης στα ολλανδικά

Μετάφραση: συλλέκτης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verzamelaar, Verzamelaars, collector, inzamelaar, collector van
Συλλέκτης στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συλλέκτης

συλλέκτης κενού, συλλέκτης υγρασίας, συλλέκτης κοπράνων, συλλέκτης υγρασίας uhu, συλλέκτης θέρμανσης τζακιού, συλλέκτης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συλλέκτης στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συκώτι στα ολλανδικά - lever, de lever, lever-, leveraandoening, levertransplantatie
  • συλλέγω στα ολλανδικά - verzamelen, afrukken, keus, oprapen, afplukken, steken, keuze, ...
  • συλλαβή στα ολλανδικά - syllabe, lettergreep, lettergrepen
  • συλλαβίζω στα ολλανδικά - tijd, spellen, betovering, aantrekkelijkheid, poos, syllabize
Τυχαίες λέξεις
Συλλέκτης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verzamelaar, Verzamelaars, collector, inzamelaar, collector van