Συμμέτοχος στα ολλανδικά
Μετάφραση: συμμέτοχος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
deelnemer, deelnemers, deelgenoot
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμμέτοχος
συμμέτοχος συνώνυμα, συμμέτοχος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συμμέτοχος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- συμβούλιο στα ολλανδικά - raad, concilie, de Raad, gemeente, van de Raad
- συμβόλαιο στα ολλανδικά - contract, overeenkomst, verbintenis, opdracht, aanbesteding
- συμμαχία στα ολλανδικά - verbond, bondgenootschap, alliantie, Alliance, de alliantie
- συμμαχικός στα ολλανδικά - geallieerd, Allied, geallieerde, geallieerden, de geallieerde
Τυχαίες λέξεις
Συμμέτοχος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: deelnemer, deelnemers, deelgenoot
Μεταφράσεις: deelnemer, deelnemers, deelgenoot