Συναισθηματικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: συναισθηματικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sentimenteel, emotionele, emotioneel, de emotionele, emoties
Συναισθηματικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συναισθηματικός

συναισθηματικός τομέας, συναισθηματικόσ πόνοσ, συναισθηματικός τομέας bloom, συναισθηματικός συνώνυμο, συναισθηματικός εγγραμματισμός, συναισθηματικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συναισθηματικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συναθροίζω στα ολλανδικά - bijeenkomen, assembleren, zetten, samenkomen, vergaderen, verzamelen, monteren, ...
  • συναινώ στα ολλανδικά - toestemming, instemming, toestemming van, goedkeuring, de toestemming
  • συναλλαγή στα ολλανδικά - transactie, verrichting, transacties, transactiekosten, handeling
  • συναναστρέφομαι στα ολλανδικά - vertrouwelijk omgaan, hobnob
Τυχαίες λέξεις
Συναισθηματικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: sentimenteel, emotionele, emotioneel, de emotionele, emoties