Συναρπαστικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: συναρπαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opwindend, spannende, opwindende, spannend, de opwindende
Συναρπαστικός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συναρπαστικός

συναρπαστικός συνώνυμο, συναρπαστικόσ τι σημαινει, συναρπαστικός συνώνυμα, συναρπαστικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συναρπαστικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συναρμολογώ στα ολλανδικά - zetten, bijeenkomen, verzamelen, vergaderen, monteren, samenkomen, assembleren, ...
  • συναρμολόγηση στα ολλανδικά - kudde, bijeenkomst, collectie, groep, hoop, opeenhoping, opeenstapeling, ...
  • συνασπισμός στα ολλανδικά - alliantie, bondgenootschap, verbond, liga, bond, coalitie, de coalitie, ...
  • συναυλία στα ολλανδικά - concert, koncert, overleg, concerten, aan concert
Τυχαίες λέξεις
Συναρπαστικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: opwindend, spannende, opwindende, spannend, de opwindende