Συνοδεία στα ολλανδικά
Μετάφραση: συνοδεία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
accompagnement, begeleiding, begeleiding Bezetting
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνοδεία
συνοδεία στο πιάνο, συνοδεία στην ελλάδα, συνοδεία υψηλών προσώπων, γυναικεία συνοδεία, συνοδεία εγχόρδων, συνοδεία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συνοδεία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- συνιστώ στα ολλανδικά - suggereren, influisteren, bekendmaken, aankondigen, aanbevelen, recommanderen, opperen, ...
- συννεφιασμένος στα ολλανδικά - onduidelijk, vaag, bewolkt, troebel, bewolkte, helder, zonnig
- συνοδεύω στα ολλανδικά - vergezellen, accompagneren, begeleiding, accompagnement, begeleiden, te begeleiden, te vergezellen
- συνολικός στα ολλανδικά - vol, volkomen, gans, algeheel, geheel, totaal, compleet, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνοδεία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: accompagnement, begeleiding, begeleiding Bezetting
Μεταφράσεις: accompagnement, begeleiding, begeleiding Bezetting