Συσκέπτομαι στα ολλανδικά
Μετάφραση: συσκέπτομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gemeente, commune, gemeenschap
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συσκέπτομαι
συσκέπτομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συσκέπτομαι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- συρροή στα ολλανδικά - hoop, groep, samenscholing, collectie, weligheid, uitbundigheid, bundel, ...
- συρτάρι στα ολλανδικά - lade, schuiflade, la, laden, lader
- συσκευάζω στα ολλανδικά - hoop, boel, stapel, menigte, verpakken, tas, troep, ...
- συσκευή στα ολλανδικά - foefje, inrichting, hulpmiddelen, toestel, apparaat, het apparaat
Τυχαίες λέξεις
Συσκέπτομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gemeente, commune, gemeenschap
Μεταφράσεις: gemeente, commune, gemeenschap