Σχάρα στα ολλανδικά
Μετάφραση: σχάρα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hek, rek, afrastering, traliehek, rooster, rack, reclamekaarten, rekken
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σχάρα
σχάρα ποδηλάτων, σχάρα καλαμάκι, σχάρα αποφυγής αναφλέξεων, σχάρα ποδηλάτου για αυτοκίνητο, σχάρα βουλιαγμένη, σχάρα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σχάρα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- σφυροκοπώ στα ολλανδικά - hameren, hamer, straffe, strafe
- σφύριγμα στα ολλανδικά - gefluit, gieren, fluiten, fluitje, fluit, fluitsignaal van de arbiter
- σχέδιο στα ολλανδικά - doel, ontwerpen, knippatroon, voornemen, projecteren, voorbeeld, concept, ...
- σχέση στα ολλανδικά - verwantschap, lager, verbinding, vereniging, familiebetrekking, bond, aansluiting, ...
Τυχαίες λέξεις
Σχάρα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: hek, rek, afrastering, traliehek, rooster, rack, reclamekaarten, rekken
Μεταφράσεις: hek, rek, afrastering, traliehek, rooster, rack, reclamekaarten, rekken