Σωματοφύλακας στα ολλανδικά
Μετάφραση: σωματοφύλακας, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lijfwacht, bodyguard, lijfwacht van, de lijfwacht, lijfwachten
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σωματοφύλακας
σωματοφύλακας του ομπάμα, σωματοφύλακας ομπαμα, σκύλος σωματοφύλακας, σωματοφύλακας βυζαντινου αυτοκρατορα, σωματοφύλακας συνώνυμα, σωματοφύλακας λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σωματοφύλακας στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- σωματικά στα ολλανδικά - stoffelijk, lichamelijk, lichamelijke, lichaamsfuncties, fysieke, de lichamelijke
- σωματικός στα ολλανδικά - materieel, gewelddadig, lichamelijk, fysisch, fysiek, fysieke, fysische
- σωπαίνω στα ολλανδικά - stillen, kalmeren, rustigheid, bedaren, rust, kalmte, stilte, ...
- σωρευτικός στα ολλανδικά - cumulatieve, cumulatief, gecumuleerde, de cumulatieve
Τυχαίες λέξεις
Σωματοφύλακας στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: lijfwacht, bodyguard, lijfwacht van, de lijfwacht, lijfwachten
Μεταφράσεις: lijfwacht, bodyguard, lijfwacht van, de lijfwacht, lijfwachten