Σύντομος στα ολλανδικά

Μετάφραση: σύντομος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beknopt, haast, weldra, binnenkort, spoedig, gauw, dra, welhaast, kort, kortstondig, alras, korte, het kort, beknopte
Σύντομος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σύντομος

σύντομος συνώνυμο, σύντομος στα αγγλικα, σύντομος αντίθετο, σύντομος εισαγωγή εις την παλαιάν διαθήκη, σύντομος δρόμος, σύντομος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σύντομος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σύντμηση στα ολλανδικά - afkorting, verkorting, de afkorting, afkortingen
  • σύντομα στα ολλανδικά - alras, weldra, dra, welhaast, gauw, haast, spoedig, ...
  • σύντροφος στα ολλανδικά - kornuit, maat, kameraad, partner, eega, makker, echtgenote, ...
  • σύριγγα στα ολλανδικά - spuit, injectiespuit, spuitje, de spuit, injectie spuit
Τυχαίες λέξεις
Σύντομος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: beknopt, haast, weldra, binnenkort, spoedig, gauw, dra, welhaast, kort, kortstondig, alras, korte, het kort, beknopte