Τρικ στα ολλανδικά

Μετάφραση: τρικ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
foefje, kunstgreep, beduvelen, grap, list, illusie, hebbelijkheid, kneep, beetnemen, drogbeeld, zinsbedrog, begoocheling, truc, de truc, trick, trucje, slag
Τρικ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τρικ

τρικ με αριθμους, τρικ για να μεινεις εγκυος, τρικ φαρσες, τρικ κριστοφερ, τρικ με τραπουλοχαρτα, τρικ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τρικ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τριζοβολώ στα ολλανδικά - knetteren, knapperen, kletteren, trizovolo
  • τριζόνι στα ολλανδικά - kriek, krekel, cricket, veenmol, de Veenmol, veenmol van
  • τρικλίζω στα ολλανδικά - struikelen, schuifelen, shamble, geslof, sloffen, sloffende gang
  • τρικυμία στα ολλανδικά - stormwind, storm, onweer, de storm, stormen, bui
Τυχαίες λέξεις
Τρικ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: foefje, kunstgreep, beduvelen, grap, list, illusie, hebbelijkheid, kneep, beetnemen, drogbeeld, zinsbedrog, begoocheling, truc, de truc, trick, trucje, slag