Τρόμπα στα ολλανδικά
Μετάφραση: τρόμπα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pompen, pomp, hart, oppompen, de pomp, pump
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρόμπα
τρόμπα για προσυμπιεσμένα αεροβόλα, τρόμπα νερού τιμή, τρόμπα μουσικό όργανο, τρόμπα μαρίνα, τρόμπα ποδηλάτου, τρόμπα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τρόμπα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- τρωκτικό στα ολλανδικά - knaagdier, knaagdieren, van knaagdieren
- τρόμος στα ολλανδικά - terreur, vrees, ontzetten, ontzetting, beduchtheid, onthutsen, schrik, ...
- τρόπαιο στα ολλανδικά - trofee, Trophy, de Trofee, Trofeeënkast, trofee van
- τρόπος στα ολλανδικά - wijs, wijze, gebruik, trant, gewoonte, manier, mode, ...
Τυχαίες λέξεις
Τρόμπα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: pompen, pomp, hart, oppompen, de pomp, pump
Μεταφράσεις: pompen, pomp, hart, oppompen, de pomp, pump