Τσεκούρι στα ολλανδικά

Μετάφραση: τσεκούρι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hakbijl, bijl, ax, axe, as, de bijl
Τσεκούρι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσεκούρι

τσεκούρι σχισίματος κορμών, τσεκούρι βορίδης, τσεκούρι fiskars, τσεκούρι για ξύλα, τσεκούρι γαβράς, τσεκούρι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τσεκούρι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τσαπατσούλης στα ολλανδικά - slordig, slordige, onzorgvuldig, onzorgvuldige, sloppy
  • τσεκουριά στα ολλανδικά - fijnhakken, karbonade, kappen, houwen, kotelet, hakken, hak, ...
  • τσιγάρο στα ολλανδικά - arbeiden, sigaret, sigaretten, van sigaretten, cigarette, sigarettenaansteker
  • τσιγαρίζω στα ολλανδικά - bak, saute, bak de, van Saute, sauteer
Τυχαίες λέξεις
Τσεκούρι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: hakbijl, bijl, ax, axe, as, de bijl