Τωρινός στα ολλανδικά

Μετάφραση: τωρινός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stroom, loop, tegenwoordig, huidig, stroming, actueel, courant, huidige, actuele
Τωρινός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τωρινός

τωρινός συνώνυμα, τωρινός συνώνυμο, τωρινός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τωρινός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τυχαίος στα ολλανδικά - incidenteel, toevallig, toeval, lukraak, willekeurige, Willekeurig
  • τυχερός στα ολλανδικά - gelukkig, geluk, het geluk, gelukkige, lucky
  • τόκος στα ολλανδικά - interesseren, interest, belangstelling, rente, aangelegenheid, voordeel, belang, ...
  • τόλμη στα ολλανδικά - lef, koen, stoutmoedig, driest, stout, uitdaging, stoutmoedigheid, ...
Τυχαίες λέξεις
Τωρινός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: stroom, loop, tegenwoordig, huidig, stroming, actueel, courant, huidige, actuele