Τόλμη στα ολλανδικά

Μετάφραση: τόλμη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lef, koen, stoutmoedig, driest, stout, uitdaging, stoutmoedigheid, dapper, stoutheid, brutaal, gedurfdheid, durf, vermetelheid, vrijmoedigheid, onverschrokkenheid, moed
Τόλμη στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τόλμη

τόλμη και γοητεία επεισόδια, τόλμη και γοητεία, τόλμη και γοητεία ποιοι περασαν ποιοι έφυγαν και ποιοι συνεχίζουν ακόμη, τόλμη και γοητεία ετ3, τόλμη και γοητεία ηθοποιοί, τόλμη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τόλμη στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τωρινός στα ολλανδικά - stroom, loop, tegenwoordig, huidig, stroming, actueel, courant, ...
  • τόκος στα ολλανδικά - interesseren, interest, belangstelling, rente, aangelegenheid, voordeel, belang, ...
  • τόλμημα στα ολλανδικά - gedurfd, stoutheid, stoutmoedigheid, lef, brutaal, uitdaging, gedurfdheid, ...
  • τόνος στα ολλανδικά - nadruk, nota, accent, aantekening, toon, spanning, nuancering, ...
Τυχαίες λέξεις
Τόλμη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: lef, koen, stoutmoedig, driest, stout, uitdaging, stoutmoedigheid, dapper, stoutheid, brutaal, gedurfdheid, durf, vermetelheid, vrijmoedigheid, onverschrokkenheid, moed