Τώρα στα ολλανδικά

Μετάφραση: τώρα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wel, komaan, dadelijk, zo, thans, enfin, tegenwoordig, onmiddellijk, nou, aanstonds, subiet, nu, meteen, bedrijf, met bedrijf, now
Τώρα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τώρα

τώρα ή ποτέ, τώρα σκαι, τώρα για την πάτρα, τώρα ότι συμβαίνει, τώρα θα πιάσω σπίτι στον παράδεισο, τώρα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τώρα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τύχη στα ολλανδικά - wagen, uitzicht, buitenkansje, tref, toevallig, kans, gebeurtenis, ...
  • τύψη στα ολλανδικά - wroeging, berouw, compunction, scrupules, scrupule
  • υαλώδης στα ολλανδικά - glazig, glasachtig, glasachtige, glazige, glassy
  • υβριστικός στα ολλανδικά - grievend, krenkend, beledigend, scheldend, hekelende
Τυχαίες λέξεις
Τώρα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: wel, komaan, dadelijk, zo, thans, enfin, tegenwoordig, onmiddellijk, nou, aanstonds, subiet, nu, meteen, bedrijf, met bedrijf, now