Υγρό στα ολλανδικά

Μετάφραση: υγρό, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dun, vloeibaar, vloeistof, vloeibare, liquide, vloeistoffen
Υγρό στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υγρό

υγρό στον πνεύμονα, υγρό πυρ, υγρό γυαλί τιμή, υγρό στο γόνατο, υγρό άζωτο, υγρό λεξικό γλώσσας ολλανδικά, υγρό στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • υγρασία στα ολλανδικά - condens, vocht, aanslag, vochtigheid, vochtgehalte, van vocht
  • υγροποιώ στα ολλανδικά - vloeibaar maken, smelten, vloeibaar, vloeibaar te maken, vloeibaar te
  • υγρός στα ολλανδικά - vochtig, vochtigheid, klam, vocht, mottig, nat, natte, ...
  • υδράργυρος στα ολλανδικά - kwikzilver, kwik, van kwik
Τυχαίες λέξεις
Υγρό στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: dun, vloeibaar, vloeistof, vloeibare, liquide, vloeistoffen