Υποκρισία στα ολλανδικά

Μετάφραση: υποκρισία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
jargon, taaltje, huichelarij, huichelachtigheid, hypocrisie, schijnheiligheid, hypocriet
Υποκρισία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υποκρισία

υποκρισία ρητά, υποκρισία ορισμός, υποκρισία και ψέμα, υποκρισία και μακαρόνια, υποκρισία συνώνυμα, υποκρισία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, υποκρισία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • υποκινώ στα ολλανδικά - nauwgezet, prompt, onmiddellijk, accuraat, nauwkeurig, opruien, Abet, ...
  • υποκοριστικός στα ολλανδικά - min, minuscuul, luttel, karig, gering, klein, ypokoristikos
  • υποκύπτω στα ολλανδικά - bezwijken, boog, boeg, strik, strijkstok, bow
  • υπολείμματα στα ολλανδικά - kreng, kadaver, lijk, residuen, resten, reststoffen, restanten
Τυχαίες λέξεις
Υποκρισία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: jargon, taaltje, huichelarij, huichelachtigheid, hypocrisie, schijnheiligheid, hypocriet