Υποχρεωτικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: υποχρεωτικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
bindend, gedwongen, dwingend

Πρόσθετες μεταφράσεις
verplicht, verplichtend, verplichte, de toepassing, Het vereiste
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις
υποχρεωτικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, υποχρεωτικόσ ο κλειδάριθμοσ, υποχρεωτικός εμβολιασμός, υποχρεωτικός αντιθετο, υποχρεωτικός εξοπλισμός σκάφους, υποχρεωτικός στα αγγλικά, υποχρεωτικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
ακατάλληλος στα ολλανδικά - ongeschikt, niet geschikt, geschikt, ongeschikte, zodanig niet geschikt
υποφερτός στα ολλανδικά - dragelijk, sufferable, uit te houden
υποχρέωση στα ολλανδικά - verplichting, plicht, verbintenis, verplicht, de verplichting, obligatie
υποχρεώνω στα ολλανδικά - verplicht, verplichten, obligaat, obligate, te verplichten
υποχωρητικός στα ολλανδικά - compliant, conforme, compatibele, compatibel, voldoet
Τυχαίες λέξεις (ελληνικά/αγγλικά)
Υποχρεωτικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bindend, gedwongen, dwingend, verplicht, verplichtend, verplichte, de toepassing, Het vereiste