Φασόλι στα ολλανδικά

Μετάφραση: φασόλι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
boon, veldboon, tuinboon, bonen, bean, boon van, De boon
Φασόλι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φασόλι

φασόλι καλλιέργεια, φασόλι ποικιλίες, φασόλι πάτρα, φασόλι ροβίτσα, φασόλι ιπποκράτους, φασόλι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φασόλι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • φασκομηλιά στα ολλανδικά - wijs, salie, verstandig, vroed, salvia, wijsgeer, wijze, ...
  • φασκόμηλο στα ολλανδικά - verstandig, vroed, wijs, salie, salvia, wijsgeer, wijze, ...
  • φατρία στα ολλανδικά - partij, stam, stem, volksstam, geslacht, factie, fractie, ...
  • φαυλότητα στα ολλανδικά - slechtheid, goddeloosheid, boosheid, kwaad, verdorvenheid
Τυχαίες λέξεις
Φασόλι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: boon, veldboon, tuinboon, bonen, bean, boon van, De boon