Φθαρτός στα ολλανδικά

Μετάφραση: φθαρτός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bederfelijk, vergankelijk, bederfelijke, bederf onderhevige, aan bederf onderhevige
Φθαρτός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φθαρτός

φθαρτός υμένας, βασικός φθαρτός, φθαρτός συνώνυμα, φθαρτός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φθαρτός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • φθάνω στα ολλανδικά - aankomen, belanden, arriveren, komen, aankomt
  • φθίση στα ολλανδικά - vertering, consumptie, tering, verbruik, het rotten van planten, Tabes, rotten van planten
  • φθείρω στα ολλανδικά - verslijten, uitputten, afslijten, slijten, slijtage van
  • φθινοπωρινός στα ολλανδικά - herfstachtige, herfstachtig, herfst, de herfst, autumnal
Τυχαίες λέξεις
Φθαρτός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bederfelijk, vergankelijk, bederfelijke, bederf onderhevige, aan bederf onderhevige