Φωτισμός στα ολλανδικά
Μετάφραση: φωτισμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verlichting, licht, belichting, de verlichting
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φωτισμός
φωτισμός ενυδρείου, φωτισμός εξωτερικού χώρου, φωτισμός μπάνιου, φωτισμός κουζίνας, φωτισμός υπόγειας διάβασης οδού χαμοστέρνας κάτω από την οδό πειραιώς, φωτισμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φωτισμός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- φωτερός στα ολλανδικά - aansteker, licht, verlichten, ontsteken, aanmaken, schijn, helderheid, ...
- φωτιά στα ολλανδικά - opwinding, royeren, vuurzee, ontslaan, paffen, ontzetten, ambitie, ...
- φωτογράφος στα ολλανδικά - fotograaf, fotografe, Photographer, foto graaf, FotograafPaha
- φωτογραφία στα ολλανδικά - opname, kiek, kieken, foto, portret, fotograferen, fotografie, ...
Τυχαίες λέξεις
Φωτισμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verlichting, licht, belichting, de verlichting
Μεταφράσεις: verlichting, licht, belichting, de verlichting