Χειρουργικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: χειρουργικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
chirurgisch, chirurgische, operatieve, chirurgie, operatie
Χειρουργικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χειρουργικός

χειρουργικός ευνουχισμός, χειρουργικός ιματισμός, χειρουργικός κόμπος, χειρουργικός φωτισμός, χειρουργικός προβολέας, χειρουργικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, χειρουργικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • χειροτονία στα ολλανδικά - priesterwijding, ordening, coördinatie, wijding, afstemming
  • χειροτονώ στα ολλανδικά - bestemmen, uittrekken, bevelen, voorschrijven, te wijden, verordenen
  • χειρουργός στα ολλανδικά - heelmeester, chirurg, arts, de chirurg
  • χελιδόνι στα ολλανδικά - doorslikken, zwaluw, inslikken, slikken, te slikken
Τυχαίες λέξεις
Χειρουργικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: chirurgisch, chirurgische, operatieve, chirurgie, operatie