Χρονιά στα ολλανδικά
Μετάφραση: χρονιά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
jaar
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χρονιά
χρονιά αλόγου, χρονιά του αλόγου 2014, χρονιά του αλόγου, χρονιά καβάφη, χρονιά πολλα, χρονιά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, χρονιά στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- χρησιμότητα στα ολλανδικά - nut, utility, utiliteit, hulpprogramma, tool
- χροιά στα ολλανδικά - tint, teint, gelaatskleur, huid, huidskleur, teint te
- χρονικά στα ολλανδικά - annalen, Annals, jaarboeken, analen, kronieken
- χρονικογράφος στα ολλανδικά - kroniekschrijver, chroniqueur, chronicler, geschiedschrijver, kroniek
Τυχαίες λέξεις
Χρονιά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: jaar
Μεταφράσεις: jaar