Χωριό στα ολλανδικά

Μετάφραση: χωριό, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanhaling, citaat, passage, doorgang, overgang, gang, verstrijken
Χωριό στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χωριό

χωρίο συνωνυμο, εκπτωτικό χωρίο, δασικό χωρίο, χωρίο sos, χωρίο της ειρήνης, χωριό λεξικό γλώσσας ολλανδικά, χωριό στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • χωράφι στα ολλανδικά - sfeer, land, veld, vlakte, vliegveld, akker, vlieghaven, ...
  • χωρίζω στα ολλανδικά - afscheiden, stuk, divisie, scheiden, delen, deel, rol, ...
  • χωρίς στα ολλανδικά - zonder, zonder dat, zonder te, geen
  • χωρίστρα στα ολλανδικά - scheiding, afscheid, scheiden, het afscheid, afsteken
Τυχαίες λέξεις
Χωριό στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aanhaling, citaat, passage, doorgang, overgang, gang, verstrijken