Άμεσος στα ουγγρικά

Μετάφραση: άμεσος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
közvetlen, közvetlenül, direkt, a közvetlen, egyenes
Άμεσος στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άμεσος

άμεσος δράση, άμεσοσ coombs, άμεσοσ φωτισμόσ, άμεσος στα αγγλικά, άμεσος συνεργός, άμεσος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, άμεσος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • άμβλωση στα ουγγρικά - abortusz, torzalak, elvetélés, vetélés, magzatelhajtás, abortuszt, az abortusz, ...
  • άμεμπτος στα ουγγρικά - feddhetetlen, kifogástalan, feddhetetlenül, feddhetetlenek, vétkeznek
  • άμμος στα ουγγρικά - homok, homokos, homokot, homokkal, homokba
  • άμορφος στα ουγγρικά - amorf, formátlan, alaktalan, forma nélküli, a formátlan, formátlanul
Τυχαίες λέξεις
Άμεσος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: közvetlen, közvetlenül, direkt, a közvetlen, egyenes