Άντληση στα ουγγρικά

Μετάφραση: άντληση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szivattyúzás, pumpáló, szivattyúzási, szivattyúzó, pumpálási
Άντληση στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άντληση

άντληση πετρελαίου, άντληση συνώνυμα, άντληση νερού από πηγάδι, άντληση πληροφοριών από τον παγκόσμιο ιστό, άντληση νερού, άντληση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, άντληση στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • άνομος στα ουγγρικά - törvényellenes, jogtalan, törvénytelen, törvényen kívüli, törvény nélküli
  • άνοστος στα ουγγρικά - udvarias, lötty, híg lötty
  • άντρας στα ουγγρικά - férfi, ember, férfit, az ember
  • άντρο στα ουγγρικά - barlang, barlangban, üreg, barlangba, barlangot
Τυχαίες λέξεις
Άντληση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: szivattyúzás, pumpáló, szivattyúzási, szivattyúzó, pumpálási