Έλξη στα ουγγρικά
Μετάφραση: έλξη, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
affinitás, vonzódás, vonzerő, látnivaló, attrakció, vonzereje
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έλξη
έλξη αναφορικού, έλξη μεταξύ γυναικών, έλξη τησ τύχησ, έλξη του αναφορικού αρχαια, έλξη drs, έλξη λεξικό γλώσσας ουγγρικά, έλξη στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- έλκω στα ουγγρικά - remi, nyereménytárgy, farablás, sorshúzás, sorsjáték, kisorsolás, kasszadarab, ...
- έλλειψη στα ουγγρικά - hiány, hiánya, hiányt, kevés, hiányának
- έλος στα ουγγρικά - mocsár, Marsh, mocsári, a mocsári, mocsárra
- έλυτρο στα ουγγρικά - hüvely, tok, köpeny, burkolat, burok
Τυχαίες λέξεις
Έλξη στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: affinitás, vonzódás, vonzerő, látnivaló, attrakció, vonzereje
Μεταφράσεις: affinitás, vonzódás, vonzerő, látnivaló, attrakció, vonzereje