Αγχώδης στα ουγγρικά
Μετάφραση: αγχώδης, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szorongás, szorongásos, a szorongás, szorongást, aggodalom
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγχώδης
αγχώδης διαταραχή, αγχώδης διαταραχή μελέτη περίπτωσης, αγχώδης αντιδραστική νεύρωση, αγχώδης νεύρωση, αγχώδης διαταραχή αντιμετώπιση, αγχώδης λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αγχώδης στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- αγχωμένος στα ουγγρικά - telve, felszerelt, megrakott, ellátott, aggódó, ideges, szorongó, ...
- αγχόνη στα ουγγρικά - nyújtóállvány, akasztófa, akasztófára, akasztófát, akasztófán, akasztófák
- αγωγή στα ουγγρικά - hatás, mechanika, részvény, harctevékenység, mozdulat, akció, bevetés, ...
- αγωγός στα ουγγρικά - csatorna, cső, légcsatorna, vezeték, csővezeték
Τυχαίες λέξεις
Αγχώδης στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: szorongás, szorongásos, a szorongás, szorongást, aggodalom
Μεταφράσεις: szorongás, szorongásos, a szorongás, szorongást, aggodalom