Αδίστακτος στα ουγγρικά
Μετάφραση: αδίστακτος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
könyörtelen, kegyetlen, kíméletlen, a könyörtelen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδίστακτος
αδίστακτος συνώνυμο, αδίστακτοσ english, αδίστακτος συνώνυμα, αδίστακτος πατέρας μαχαίρωσε το μάτι του γιου του, αδίστακτος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αδίστακτος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- αδέσποτος στα ουγγρικά - elkóborolt, alkalmi, kóbor, elszórt, gazdátlan, tulajdonos nélküli, gazdátlanná, ...
- αδίκημα στα ουγγρικά - támadás, sértés, bűncselekmény, bűncselekményt, bűncselekménynek
- αδαής στα ουγγρικά - balkezes, zöldfülű, tapasztalatlan, Callow, éretlen
- αδαμαντίνη στα ουγγρικά - zománc, zománcozott, tűzzománc, fogzománc, zománcot
Τυχαίες λέξεις
Αδίστακτος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: könyörtelen, kegyetlen, kíméletlen, a könyörtelen
Μεταφράσεις: könyörtelen, kegyetlen, kíméletlen, a könyörtelen