Αδιάκοπος στα ουγγρικά
Μετάφραση: αδιάκοπος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szakadatlan, szüntelen, a szüntelen, szüntelenül, szűnő
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδιάκοπος
αδιάκοπος συνώνυμα, αδιάκοπος συνώνυμο, αδιάκοπος στα αγγλικά, αδιάκοπος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αδιάκοπος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- αδιάβροχος στα ουγγρικά - vízálló, vízhatlan, vízzáró
- αδιάθετος στα ουγγρικά - indiszponált, közérzet, jól magát, rosszullét, rossz közérzet
- αδιάκριτος στα ουγγρικά - szaglászó, SNOOPER, a SNOOPER
- αδιάλλακτος στα ουγγρικά - rideg, hajthatatlan, intranzigens, hajthatatlannak, nem alkuvó, hajlíthatatlanságot
Τυχαίες λέξεις
Αδιάκοπος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: szakadatlan, szüntelen, a szüntelen, szüntelenül, szűnő
Μεταφράσεις: szakadatlan, szüntelen, a szüntelen, szüntelenül, szűnő