Ανάφλεξη στα ουγγρικά

Μετάφραση: ανάφλεξη, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
izzítás, begyújtás, begyulladás, hevítés, gyújtás, gyújtású, gyújtást, gyújtási, gyújtáskapcsoló
Ανάφλεξη στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανάφλεξη

ανάφλεξη συνέντευξη, αυθόρμητη ανάφλεξη, ανάφλεξη υδρογόνου, ηλεκτρονική ανάφλεξη, πιεζοηλεκτρική ανάφλεξη, ανάφλεξη λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ανάφλεξη στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • ανάσταση στα ουγγρικά - feltámadás, kihantolás, exhumálás, feltámadása, feltámadását, feltámadásának, feltámadást
  • ανάστημα στα ουγγρικά - termet, termetű, termete, testének állapotjában, testben
  • ανάχωμα στα ουγγρικά - országalma, érckibukkanás, földhányás, gurítódomb, sziklapad, pénzintézet, persely, ...
  • ανέγερση στα ουγγρικά - erekció, merevedés, szerelése, felállítása, erekciót
Τυχαίες λέξεις
Ανάφλεξη στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: izzítás, begyújtás, begyulladás, hevítés, gyújtás, gyújtású, gyújtást, gyújtási, gyújtáskapcsoló