Αναστενάζω στα ουγγρικά
Μετάφραση: αναστενάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sóhajtás, sóhaj, sóhajt, sóhajtott, sóhajjal, sóhajtva
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναστενάζω
αναστενάζω αγγλικα, αναστενάζω βγαίνει φωτιά, αναστενάζω βγαίνει φωτιά στιχοι, αναστενάζω και πονώ, αναστενάζω μετάφραση, αναστενάζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αναστενάζω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- αναστέλλω στα ουγγρικά - gátolják, gátolja, gátolják a, gátolni, gátlására
- αναστατώνω στα ουγγρικά - felborulás, tömörített, duzzasztott, zömített, izgat, nyugtalanság, kapkodni, ...
- αναστεναγμός στα ουγγρικά - sóhajtás, sóhaj, sóhajt, sóhajtott, sóhajjal, sóhajtva
- αναστηλώνω στα ουγγρικά - restaurált, felújított, helyreállított, helyreállt, visszaállított
Τυχαίες λέξεις
Αναστενάζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: sóhajtás, sóhaj, sóhajt, sóhajtott, sóhajjal, sóhajtva
Μεταφράσεις: sóhajtás, sóhaj, sóhajt, sóhajtott, sóhajjal, sóhajtva