Ανοσία στα ουγγρικά
Μετάφραση: ανοσία, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mentesség, immunitás, mentelmi, mentességet, immunitást
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανοσία
ανοσία στο τοξόπλασμα, ανοσία ορισμός, ανοσία συνώνυμο, ανοσία ppt, ανοσία λεξικο, ανοσία λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ανοσία στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ανοξείδωτος στα ουγγρικά - rozsdamentes, a rozsdamentes, korrózióálló, saválló
- ανοράκ στα ουγγρικά - anorák, -anorák, anorákok, az anorák, anorákkal
- ανοχή στα ουγγρικά - tolerancia, kímélet, a tolerancia, toleranciát, tűrés, tűréshatár
- ανούσιος στα ουγγρικά - kellemetlen, rossz, gusztustalan, visszataszító, gusztustalan ügy
Τυχαίες λέξεις
Ανοσία στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: mentesség, immunitás, mentelmi, mentességet, immunitást
Μεταφράσεις: mentesség, immunitás, mentelmi, mentességet, immunitást