Απεργία στα ουγγρικά
Μετάφραση: απεργία, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sztrájk, sztrájkot, csapás, villámlások, strike
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απεργία
απεργία σήμερα, απεργία λαϊκών αγορών, απεργία πλοίων, απεργία μετρό, απεργία φαρμακείων, απεργία λεξικό γλώσσας ουγγρικά, απεργία στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- απενεργοποιώ στα ουγγρικά - letiltása, tiltsa, letilthatja, letiltásához, tiltsa le
- απερίσκεπτος στα ουγγρικά - merész, figyelmetlen, zabolátlan, tapintatlan, meggondolatlan, átgondolatlan, tapintatlannak, ...
- απεργοσπάστης στα ουγγρικά - ótvar, var, varasodás, rüh, sztrájktörő, Fink, sztrájkot tör
- απεριποίητος στα ουγγρικά - ápolatlan, áporodott, nyiszlett, elhanyagolt, fésületlen, borzas, kócos
Τυχαίες λέξεις
Απεργία στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: sztrájk, sztrájkot, csapás, villámlások, strike
Μεταφράσεις: sztrájk, sztrájkot, csapás, villámlások, strike