Αποβλέπω στα ουγγρικά
Μετάφραση: αποβλέπω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
céljai, célok, céljait, célokat, céljainak
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποβλέπω
αποβλέπω μετάφραση, αποβλέπω συνώνυμα, προβλέπω συνώνυμο, προβλέπω ετυμολογία, αποβλέπω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αποβλέπω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- αποβάλλω στα ουγγρικά - barakk, kocsiszín, gépszín, fészer, pajta, kiutasítja, kiutasítani, ...
- αποβλάκωση στα ουγγρικά - elkábulás, elképedés, megdöbbenéssel, megdöbbenéssel állapítja, elképedve
- αποβλακώνω στα ουγγρικά - elképeszt, Stupor, elbódít, elkábít, Stuport
- αποβολή στα ουγγρικά - kiutasítás, felsülés, magzatelhajtás, abortusz, abortuszt, az abortusz, az abortuszt
Τυχαίες λέξεις
Αποβλέπω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: céljai, célok, céljait, célokat, céljainak
Μεταφράσεις: céljai, célok, céljait, célokat, céljainak