Βλάπτω στα ουγγρικά
Μετάφραση: βλάπτω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fáj, bántani, fájt, árt, fájni
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βλάπτω
βλάπτω αρχαια, βλαπτω συνώνυμο, βλάπτω αντώνυμο, ρήμα βλάπτω, βλάπτω αρχικοί χρόνοι, βλάπτω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, βλάπτω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- βλάβη στα ουγγρικά - sérülés, sértés, kár, kártétel, sebesülés, kárt, károk, ...
- βλάκας στα ουγγρικά - gyümölcskrém, hólyag, bolond, becsapni, ostoba, megtévessze, bolonddá
- βλέμμα στα ουγγρικά - nézés, néz, nézd, megnézi, néz ki, nézni
- βλέπω στα ουγγρικά - püspökség, virrasztás, lát, lásd, lásd a, látni
Τυχαίες λέξεις
Βλάπτω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: fáj, bántani, fájt, árt, fájni
Μεταφράσεις: fáj, bántani, fájt, árt, fájni